Η γιαγιά μου είχε γεννήσει δύο παιδιά αλλά έλεγε ότι έχει τρία. Το τρίτο της παιδί ήταν η Φρόσω μας που της την έφεραν από ένα ορεινό χωριό της Ελλάδας να τη μεγαλώσει. Αυτό το έλεγαν τότε «Ψυχοκόρη» αλλά η γιαγιά μου το θεωρούσε κάτι πολύ περισσότερο. Έτσι όταν γεννήθηκαεγώ η «Σίσσι» ήταν για μένα κάτι πολύ περισσότερο από θεία. Ήταν αυτό που μου έλειπε πιο πολύ στη ζωή: μια μεγαλόσωμη αδελφή. Κυριολεκτικά σερνόμουν πίσω της και παρότι «την παντρέψαμε» όταν ήμουν τριών χρονών πάνω κάτω, θυμάμαι σαν τώρα το παραμύθι με την αρκούδα Ελσα που μου έλεγε τα πρωϊνά όταν μου έδεινε το γάλα μου.
Η Φρόσω μας ήταν μία από τις πολλές περιπτώσεις της εποχής εκείνης που άκουγαν ιδίως στο όνομα Μαρία ή Κατίνα. Κυρίως όμως Μαρία. Στα σπίτια υπήρχε ένα μικρό δωματιάκι, τοσοδουλι, όπου έμενε αυτή η «κοπέλλα», όπου όπως μάθαμε από τη λογοτεχνία και είδαμε στο σινεμά εξυπηρετούσε πολλές αποστολές. Η ελληνίδα οικιακή βοηθός ήταν πολύ πιο κοντά στο σπίτι από την σημερινή αλβανή, γεωργιανή ή φιλιππινέζα και όχι μόνον της γλώσσας. Όσο δε και αν τη διακωμώδησε η Δέσποινα Στυλιανοπούλου, ο ρόλος της ήταν πολύ σημαντικός.
Εμένα, ας πούμε, με αφήνανε να πηγαίνω στη λαϊκή μαζί της και οι βόλτες αυτές, οπότε κρατούσα και ψώνια στα χέρια ήταν σαν να είχα ενταχθεί στο αυτονομιστικό κίνημα της ΕΤΑ. Ελευθερία και χειραφέτηση που με τη μαμά δεν γινόταν με τίποτα. Εξάλλου ο ζαχαροπλάστης ο κύριος «Ρερές» μας κερνούσε και πάστα σεράνο συχνά δε λάμβανα πεσκέσι και τη μεγάλη σοκολάτα αμυγδάλου, αυτές που μας έφερναν σα δώρο οι θείες εκείνο τον καιρό, καμιά εικοσαριά εκατοστά. Όμως και ο μπακάλης μας κερνούσε το κατιτίς του και από παντού έρχονταν καλημέρες. Με τη μαμά δεν ήταν το ίδιο. Κανείς δεν θα τολμούσε τόσες χαρές στη μαμά. Μετά η Σίσσι με έπαιρνε να ακούω μαζί της ραδιόφωνο ενώ καθόμασταν στο μπαλκόνι. Μου απαντούσε όλες τις απορίες, όπως γιατί η Τζοβάνα δεν αγαπάει πια το Λαμπίρη και άλλα τέτοια. Τολμούσα να τη ρωτήσω λέξεις που δεν ρίσκαρα να ρωτήσω τη μαμά και ράβαμε μαζί φουστάνια στις κούκλες μου. Όταν παντρεύτηκε ήμουν το πιο καμαρωτό παρανυφάκι. Και όταν βαφτίσαμε την κόρη της ήμουν βοηθός νονάς. Νονά ήταν η γιαγιά μου. Βοηθός νονάς ετών πέντε.
Ακριβώς τότε που έμαθα τι σημαίνει αποχωρισμός.
Είχαμε πάει την περίφημη εκστρατεία στη λαϊκή όταν μου αγόρασε ένα πλαστικό φιδάκι να παίζω. Δεν το συνήθιζε. Και εγώ δεν το εκτίμησα σαν παιχνίδι και πολύ. Έπεσε μέσα σε μια κούτα πράσινο και μικρούτσικο και χάθηκε. Λίγες μέρες μετά στο Ελληνικό η Φρόσω μας αποχώρησε οικογενειακώς για ταξείδι όπως μου είπαν. Με την Ολυμπιακή. Την Ολυμπιακή του Ωνάση. Λίγο καιρό θα έμενε στο Αμέρικα, όπου πρώτος είχε πάει ο αδελφός της. Στο Αμέρικα (!) έλεγε ο πατέρας μου και μουρμούριζε κάτι άσματα του Καζαντζίδη που δεν καταλάβαινα καλά.
Το τι σήμαινε «λίγο καιρό» θα το καταλάβαινα πολλούς μήνες μετά όταν παίζοντας θα ανακάλυπτα τυχαία το φιδάκι ανάμεσα στα κουζινικά και τα κουκλόπανα. Όχι, ο καιρός ήταν πολύς και εγώ ήμουν πια μαθήτρια του νηπιαγωγείου. Δεν υπήρχε τρόπος να με κοροϊδέψουν πιά. Είχε φύγει. Εκείνο το φιδάκι τόχω πάντα μαζί μου να μου σπαράζει την ψυχή.
Ο αποχωρισμός αυτός δεν γιατρεύτηκε ποτέ. Η αποδημία της δεκαετίας του 60 καρφώθηκε στην ψυχή μου και δεν γιατρέφτηκε ούτε όταν ήρθαν οι Μπάρμπυ σωρό, ούτε όταν λάμβανα φωτογραφίες και γράμματα με υποσχέσεις για γρήγορη επιστροφή, ούτε όταν η βαφτησιμιά μου (όπως αυτοονομάστηκε όταν πέθανε η γιαγιά) μου έδειξε το New Jersey στην κατακίτρινη turbo Transam όπου τα μεγάφωνα εξέπεμπαν Μαρία Με τα Κίτρινα μέχρι τη Νέα Υόρκη. Τη Νέα Υόρκη που είχε ακόμη τους πύργους στη θέση τους.
Μαζύ με τις Μπάρμπυ ήρθαν οι πρώτες Σμαρτις, μια φωτογραφική μηχανή Kodak instamatic εικόνες με σουβλιστά αρνιά, γάμους και μπουζούκια και η φήμη μιας σπουδαίας προκοπής. Εγώ από τη μεριά μου έσπευσα να μάθω αγγλικά. Για να πάω να τη βρω εκεί που ήταν. Αγκομαχώντας δεχόμουν τα γαλλικά, αλλά τα αγγλικά ήταν άλλο πράγμα. Με τη βοήθεια της τηλεόρασης παρίστανα ότι μιλούσα και έκανα φανταστικούς διαλόγους στο αεροδρόμιο όπου θα πήγαινα να τη συναντήσω. Όταν κάποτε μάλιστα «προσκλήθηκε» στην ΗΠΑ η μητέρα της Φρόσως μας και έμεινε σπίτι μας για λίγες μέρες πριν φύγει αποφάσισα να της διδάξω αγγλικά πάραυτα. Η κυρά Γιωργία με κοιτούσε απορημένα με το ζήλο μου και με ταΐζε χορτόπιτα που είχε φέρει από το χωριό. Νομίζω ότι παρίστανε ότι μιλούσε αγγλικά να μη μου χαλάσει το χατήρι. Γύρισε με πολύχρωμο καπέλο. Τα παιδιά της είχαν όλα προκόψει. Τα αγγλικά μου βελτιώθηκαν και πλέον πήγαινα φροντιστήριο.
Στη γιορτή μου μεγαλώνοντας έπαψαν τα «δέματα» με τα λαμέ φορέματα. Άρχισε να μου στέλνει και δολάρια. Η Αμερική έγινε για μένα η γη της επαγγελίας όπου η «Σίσσι» μου έγινε αρχόντισσα. Απέφευγε βλέπεις να μας λέει τα κακά μαντάτα. Μας έγραφε όλο για γιορτές. Πολλά γράμματα. Λίγα τα λάθη της τα ορθογραφικά. Μόνο το όνομά της μίκρυνε και έγινε πιο αμερικάνικο. Τα παιδιά της πήγαν σχολείο. Είχαν μια όμορφη μονοκατοικία. Τα Χριστούγεννα και το Πάσχα η γιαγιά μου λάμβανε θριαμβευτικές φωτογραφίες χαράς στημένες σε καλό φωτογραφείο. Όλοι ελπίζαμε αυτό να είναι η αλήθεια.
Πώς να σας το πω τώρα, για μένα η Αμερική δεν είναι αυτή που όλοι νομίζετε. Από τότε που πήγε η Φρόσω μας είναι η φωλιά της. Ο τόπος που την έκανε να ζήσει και να μεγαλώσει τα παιδιά της. Και παρότι μεγάλωσα και κατάλαβα η Ολυμπιακή παραμένει η εταιρία που μου την πήρε μακριά και το φιδάκι, ο όφις της γνώσης. Όχι του καλού και του κακού. Μόνο της οδύνης του αποχωρισμού. Αλλά και η μνήμη των αυτονομιστικών περιπάτων στη λαϊκή. Τότε που με μικρά χεράκια κουβαλούσα κουνουπίδι και φασολάκια όλο καμάρι. Στο πλευρό της.
Στη δεκαετία του 60 η χώρα έχασε τα καλύτερα παιδιά της. Που έγραφαν ελληνικά και διάβαζαν. Που είχαν όνειρα. Και οι ΗΠΑ κέρδισαν μια γενιά ανθρώπων που γεννήθηκαν λίγο πριν ή μετά την κατοχή. Μια γενιά σπουδαία. Τα αγγλικά που έμαθα μου χρειάσθηκαν πολύ. Όμως δεν πήγα να τη βρω και να τη φέρω πίσω. Η Ολυμπιακή δεν ανήκει πιά στον Αριστοτέλη Ωνάση και τα ορεινά χωριά από όπου η Σίσσυ ξεκίνησε τώρα έχουν κάτι σπίτια που λέγονται και σαλέ. Οι Μπάρμπυ πουλιούνται στα Τζάμπο έναντι ολίγων ευρώ. Πολλά έχουν αλλάξει από τότε.
Όμως σε κάθε τυχαία κίνηση το φιδάκι ξεπροβάλει και είμαι τόσο απαρηγόρητη όσο όλη η Ελλάδα μαζί που έστειλε τα παιδιά της στην ξενιτιά απελπισμένη και αυτή όπως όλες οι χώρες που διώχνουν τον κόσμο γιατί δεν έχουν να τον θρέψουν και να τους προσφέρουν όνειρα. Και εκείνα… φωτογραφίζονταν δήθεν σπουδαία και χαρούμενα και παριστάνουν ότι όλα μα όλα ΕΚΕΙ ήταν γιορτή και χαρές. Σαν ΟΛΑ να πήγαιναν καλά.
20 σχόλια:
Ειναι και η αγωνία του ξενιτεμένου να μη στεναχωρεί αυτούς που αφήνει πίσω... Η ανάγκη του να δικαιολογεί και να εξωραϊζει πολλά πράγματα για να στηρίζει την επιλογή της μετανάστευσης.
Στις μέρες μας τα ανάλογα παράπονα έρχονται πιο φυσιολογικά, γρήγορα και η επιστροφή είναι πάντα εντός σχεδίου.
Γειά σου Πρωινέ. Κανένα καινούργιο ποστάκι?
Εχεις απόλυτο δίκιο και ευχαριστώ για την επίσκεψη (υποθέτω, δεν έχω κατάσκοπο...!!)
Δεν έχουμε όλοι την ικανότητα της διήγησης και της φαντασίας όπως εσύ...
Ισως δεν είναι ακόμα και η ώρα.
Γίνονται προσπάθειες πάντως!
Και πόσο γρήγορα βρέθηκε ο τόπος μας να φιλοξενεί άλλους ξερριζωμένους- κι αυτοί θα στέλνουν στους δικούς τους φωτογραφίες με χαμόγελα...
Ελένη το κείμενό σου είναι πολύ καλό! Μόνο ένας άνθρωπος που τα έχει χάσει όλα μπορεί να το γράψει...
I came to the US when the last emigrant wave (GRE to US) was ending. With the exception of a handful, this movement stopped by 1980 or so. Even the Greek student unions at the universities have no more first generation Greeks today.
The reason Greeks came to the US shaped their behavior and their identity. Those who came to work & marry, became part of the Greek community that is more religious, and more culturally/politically conservative. The first generation worked hard, was successful, and their kids climbed the socio-economic ladder, even faster than some native groups.
The others--that came for professional reasons or to get an education and later stayed--formed a more mobile segment, more intergrated in the society at large.
Greek Americans have one of the highest rates of marrying outside their ethnicity. Some estimate this to be in the 70%, in the second and later generations.
I also noticed another division between those who came to the US in the late 1960s/early 70s and those older immigrants. The difference was their ..baggage. The early immigrants were the products of the poorest classes in Greece and they took their "village culture" with them. The later waves of immigrants came from the middle class and the cities of Greece, and, again, they brought a different perspective.
This huge mosaic that's called "America" [as if only the US is America] is still a work in progress.
Είχα και γω έναν θείο στην Ν.Υόρκη, φυσικά πέθανε πριν πολλά χρόνια. Κανονικά ηταν θείος του Πατέρα μου, αλλά και γώ έτσι τον έλεγα. Καλός άνθρωπος, έγραφε στον πατέρα πως αν τέλειωνα το δημοτικό θα μπορούσα να κάνω καριέρα κουρέα εκει. Θα οικονομούσα πολλά λεφτά. Ο ίδιος ήταν παντρεμένος με Πολωνέζα και είχε δύο ωραία παλληκάρια.
Ποτέ δεν έγινε πλούσιος, σαν συνοδός ασανσέρ που δούλευε, ήταν όμως γλεντζές και ανοιχτοχέρης. Πάσχα και Χριστούγεννα που είχαμε αλληλογραφία μας έβαζε ένα δεκαδόλλαρο στο γράμμα. Ενίοτε μας έστελνε και κανένα δέμα με ρούχα. Ενα πράγμα που έχω να υπερηφανεύομαι, είναι το ότι φορούσα τζήν lee την δεκαετία του '70, πράγμα αρκετά σπάνιο στην Ελλάδα τότε.
πράγμα
Παρακαλώ σημειώστε ότι υπάρχει μεγάλη αδυναμία αποστολής απαντήσεων στα σχόλια λόγω του προγράμματος. Την κατανόησή σας. ..
Dodos συχνά αναρωτιέμαι και εγώ το ίδιο. Αλλά δεν είμαι σίγουρη.
Walter δεν ξέρω τι εννοείς με το "ένας που τα έχει χάσει όλα", αλλά σίγουρα τότε για μένα η απώλεια ήταν τεράστια. Δεν θυμάμαι να έκλαψα τόσο για κάποιον εκείνα τα χρόνια. Είναι η δεύτερη φορά που δοκιμάζω να γράψω με την οπτική του παιδιού (μετά το προχθεσινό για την τηλεόραση) και με δυσκόλεψε. Πίστεψέ με είναι ειλικρινές.
Γίγαντά τα μαγικά δολάρια και τα τζην είναι κάτι που δεν μπορεί κανείς να ξεχάσει από όσους τα βίωσαν. Γυρνώντας από τη Γαλλία το 1990 η Ελλάδα μου φάνηκε καινούργια.
Andros, thanks for all this information. I believe this issue has to be approached in depth from a socio politic point of view. Of course you know better. I only tried to express feelings as a child.
How is to be a liberal in the US today?
eleni63 με το "ένας άνθρωπος που τα έχει χάσει όλα" δεν εννοούσα ούτε τα μυαλά του ούτε τα λεφτά του :). Κακή διατύπωση, εννοούσα "ένας άνθρωπος που είχε μια καθοριστική απώλεια".
Όπως και να το κάνεις ο ξεριζωμός είναι πολύ δύσκολο πράγμα…
Κι όμως μέχρι πολύ πρόσφατα οι συμπατριώτες μας επέλεγαν τον ξενιτεμό, θεωρώντας ότι δεν υπάρχει καλύτερη λύση.
Το λέει πολύ σωστά και ο andros. Με την πάροδο των χρόνων και η μετανάστευση έγινε πιο κυριλέ. Δεν έπαψε όμως να είναι μετανάστευση.
Όσο δύσκολο κι αν είναι όμως γι’ αυτόν που φεύγει, νομίζω πως σωστά αναφέρεται στο post στον πόνο της απώλειας αυτού που μένει πίσω. Διότι πρωτίστως αυτός δεν επέλεξε, απλώς υφίσταται τις συνέπειες της επιλογής ενός άλλου ανθρώπου. Μόνη παρηγοριά το ότι ίσως να ήταν για καλύτερα…
όμορφο, Marilένη, πολύ όμορφο, όσο και πικρό. Φαντάζομαι πώς θα ήταν όταν την ξαναείδες μετά από τόοοοσα χρόνια...
ζινον, Κροτ, ευχαριστώ. Το ποστ οφείλεται στον Αndros που μου θύμησε τόσα....
Πράγματι την ξαναείδα τη Φροσω μας και την κοράκλα της στην Αμερική. Ηταν το πιό εντυπωσιακό τραπέζι που μοιράστηκα στη ζωή μου. Σαν να είδε το παιδι της που είχε χάσει από παλιά. Ολη η γειτονιά καλεσμένη. Το καλό σερβίτσιο και ότι καλύτερο μαγειρεμένο. Και όλες οι γεύσεις γνωστές. Μαγειρεύει ακριβώς σαν τη γιαγιά μου που έχει πεθάνει από χρόνια. Υποθέτω για το λόγο αυτό έγινε αρκετά ευκατάστατη. Ο Νέος Κόσμος εκτίμησε τις μικρασιατικές της μνήμες δεόντως.
http://www.youtube.com/watch?v=E5xdtq_5iOg
Pls watch it.If you like this pls send the link to all of your friends
good day:):)
Giorgia, ψάξε για καλό υπολογιστή. Και ελπίζω να τον χρησιμοποιήσεις με διάφορους τρόπους δημιουργικούς.
Υπάρχουν μερικοί που νιώθουν κάπως τους ξενιτεμένους: είναι οι πρόσφυγες.
Ποιανού άραγε η καρδιά πονάει περισσότερο;
Ξέρω όμως ότι τα παιδιά των προσφύγων εύκολα ξεχνούν, όχι όμως τα παιδια της ξενιτιάς. Γιατί εκείνα ζουν κάποτε αγκαλιά με το μύθο του παραδείσου που τους περιμένει.
Και δεν βλάπτει να ζει ο άνθρωπος με λίγους μύθους. "Φτάνει να μην βάλει τα δάχτυλα στις πληγές της ζωής και να μην πασχίσει να αναβιώσει το όνειρο, γιατί τότε θα δει ότι δεν σταυρώθηκε ο Χριστός, αλλά ο... Βαραββάς."
Με αγάπη
Παράγραφος
Ευχαριστώ αγαπητή Ελένη,αλλά εννοείς κάτι πίσω από τις λέξεις;
Άργησα να διαβάσω αυτό το κείμενο.
Ο πατέρας μου έφυγε για το Σικάγο το 1951, 16 ετών παιδάκι, χωρίς να ξέρει γρυ αγγλικά. Ήταν απο τους τυχερούς, γιατί όχι μόνο τα κατάφερε (με τι θυσίες όμως....), αλλά γύρισε και πίσω. Το είχε αποφασίσει απο τότε ότι δεν θα έμενε εκεί μόνιμα και κράτησε την υπόσχεση στον εαυτό του. Απο όλους όσους βρέθηκαν εκεί, εμείς δεν είμαστε άξιοι ούτε τα κορδόνια των παπουτσιών τους να δέσουμε.
Σου εύχομαι να κρατήσεις για πάντα το πλαστικό φιδάκι.
εξαιρετικό το κείμενό σας. τυχαία μια "μηχανή αναζήτησης" το ανέσυρε, όπως το φιδάκι που περιτρέχει τις γραμμές σας. έψαχνα με όρους αναζήτησης τους "γράμμα ξενιτεμένου", για μια παρουσίαση... που συν τω χρόνω γίνεται κομμάτι αυτοβιογραφική.
Δημοσίευση σχολίου