Οι Έλληνες είμαστε μια χούφτα άνθρωποι και δεν ξέρουμε ακριβώς τι και ποιοι είμαστε. Περαστικοί φεύγουμε για τον κόσμο όλο, αλλάζουμε και μισιόμαστε λες για να σβήνουν οι μνήμες. Γκρεμίζουμε μνημεία με πάθος. Απέσβετο κελάλον ύδωρ...
Άλλο πράμα οι Κρητικοί, άλλο οι Μακεδόνες, άλλο οι Καλαματιανοί, Βαβυλωνία !
Μόνον μια γλώσσα μας ενώνει και αυτή πλέον αγγλίζει επικίνδυνα.
Σε αυτούς προστίθενται και οι Κύπριοι. Νέο κράτος στην Ευρωπαϊκή Ένωση επιτρέπει να έχουμε δύο δικαστές στο ΔΕΚ, άλλους δύο στο ΠΕΚ, επιτρόπους ελληνόφωνους διπλούς…. Ποιος θα τόλεγε. Μια χούφτα ελληνόφωνοι και τόσα πόστα…
Όμως και στα μπλογκ οι Κύπριοι αφθονούν και διακρίνονται. Και στη ζωή και στις επιχειρήσεις. Εχω ένα σωρό ηλεκτρονικούς φίλους Κύπριους πιά.
Με αφορμή σχόλιο του Ανωνύμου θα προσθέσω… ότι ως πελάτες (και οι Κύπριοι είναι σπουδαίοι επιχειρηματίες) μου έχουν αφήσει δυστυχώς κακές εντυπώσεις. Μίζεροι, σφιχτοί, ποζάτοι με άριστα αγγλικά και κακά ελληνικά δεν χάνουν ευκαιρία να σε προσβάλουν λες και τους φταις για κάτι που δεν το ξέρεις. Και ποτέ μα ποτέ δεν αξίζεις τίποτε. Ακριβώς δηλαδή όπως και οι υπόλοιποι Έλληνες, αλλά με ένα ν στο τέλος!
Είναι σαφές ότι λυπούνται πολύ που εργάζονται στην Ελλάδα ενώ θα όφειλαν να είναι στο Λονδίνο. Ότι περιφρονούν την Ελλάδα και τους Έλληνες βαθύτατα. Ότι είναι συνήθως ασχημούτσικοι και κάπως γκρινιάρηδες. Απολαμβάνουν προνομίων (θυμόμαστε δα από το πανεπιστήμιο...) και είναι πάντα οι αδικημένοι. Ακριβώς δηλαδή όπως και οι υπόλοιποι Έλληνες. Αλλά με ένα ν στο τέλος.
Είναι παράξενο λοιπόν. Εγώ που δεν τους ξεχώριζα ως φοιτήτρια, που μόνον η προφορά καμιά φορά με έκανε να διακρίνω ποιος ήταν ποιος τώρα τους ξεχωρίζω και όταν μιλούν αγγλικά. Και γενικεύω. Παρότι δεν διαφέρουν σε τίποτε από τους υπόλοιπους Έλληνες.
ΑΥΤΟ είναι προκατάληψη. Διότι, αν μερικοί Κύπριοι που συνάντησα και ήταν όντως λίγοι και ξενιτεμένοι, δεν σημαίνει ότι όλοι οι Κύπριοι είναι κάπως έτσι.
Κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός. Και τούτο ισχύει και για τους Κυπρίους. Και για τους Έλληνες (όποιοι και αν είναι).
Αν κάτι μας ενώνει είναι η γλώσσα. Αυτό αρκεί. Διότι για τα άλλα θα διαφωνήσουμε καθότι είμαστε όμοιοι και σε αυτό: τη μουρμούρα.
Η αφεντιά μου, ως μικρασιατικής καταγωγής μετανάστης, για τους Ελλαδίτες θα μείνει πάντα ξένη. Φυσικά και για τους Κυπρίους.
Μόνο που για μας γλώσσα παιδείας ήταν η γαλλική και η γερμανική. Και τα ελληνικά τα αγαπούσαμε πολύ. Τόσοι λογοτέχνες το αποδεικνύουν. Και μέσα μου η αστική Σμύρνη θα στοιχειώνει, όπως η Αλεξάνδρεια, η Θεσσαλονίκη, η Πόλη, η Πάτρα, τα Χανιά, πόλεις αστικές που διόλου δεν θύμιζαν την αλλοτινή και παντοτινή Αθήνα της μίζας και του ευτελισμού.
Και ΑΥΤΟ είναι όμως προκατάληψη, του ξένου. Οι αστικές μνήμες και οι παιδεία δεν επιτρέπουν την απόρριψη του σύγχρονου χαοτικού αχταρμά. Οι καιροί αλλάζουν, οι άνθρωποι περνούν, κινούνται και φεύγουν.
Θα μείνω πάντα ξένη και χωρίς ρίζες. Περαστική και χωρίς χωριό το Πάσχα, θα διεκδικώ την ανεκτικότητα και την επιείκεια. Θα πεθάνω με τούρκικο επώνυμο και αρχαιοελληνικό όνομα. Όπως τόσοι και τόσοι μικρασιάτες. Δεν θα νοσταλγώ πατρίδες γιατί θα έχω τα φτερά των διομολογήσεων στην πλάτη και θα πετάω όπως οι άνθρωποι που δεν είχαν παππούδες αγρότες.
Θα στεναχωριέμαι με τους Έλληνες και τους Κύπριους που με βλέπουν σαν ξένη, εμέ, το τέκνο της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Δεν θα τους καταλαβαίνω όταν είναι στενόμυαλοι και επιθετικοί. Θα φεύγω όπως ξέρω να το κάνω από τόσες γενιές. Και θα γράφω όπως ξέρω να το κάνω από τόσες γενιές. Αρχέγονη εντολή για μένα η γλώσσα. Αλλά το Πάσχα δεν θα έχω χωριό να γυρίσω.
Εμέ δεν θα με νοιάζει. Και τις προκαταλήψεις θα τις κατακρίνω. Ακόμη και τις δικές μου. Και αν κάτι αγαπώ και αναζητώ στους αδελφούς μου τους Κύπριους και τους αδελφούς μου τους Έλληνες (όποιοι και αν είναι…) θα είναι η κοινή μας γλώσσα. Αυτή που έμαθα να αγαπώ να γράφω και να διαβάζω σαν ύψιστη εντολή, εγώ η ξένη.