Τρίτη, Οκτωβρίου 03, 2006

Ο ήρωας δειπνεί



Όλοι πίστευαν ότι το δύσμορφο πρόσωπό του ήταν από τα βασανιστήρια. Έτσι τουλάχιστον μπορούσαν να φανταστούν όταν τους καλούσε σε τραπέζι στο Πάρκο Ελευθερίας οπότε άρχιζε κάποια στιγμή με νόημα να υπενθυμίζει στην ομήγυρη ότι εδώ δίπλα ήταν οι χώροι βασανιστηρίων της χούντας…
Τόνιζε ότι φυλακίσθηκε.
Σημείωνε τα των δύσκολων ημερών σε κάθε ευκαιρία. Ιδίως εν μέσω διαπραγματεύσεων. Ήταν πια σημαντικό κυβερνητικό στέλεχος και ο ηρωισμός του είχε ανταμειφθεί.
Λογαριασμό δεν πλήρωνε ποτέ. Στο τέλος του γεύματος ερχόταν ο μαιτρ και τον ευχαριστούσε για την τιμή που έκανε στο μαγαζί με ελαφριά υπόκλιση.
Έτσι κάθε φορά που έτρωγαν στο Πάρκο, μετά το Μέγαρο όπου ήταν πάντα προσκεκλημένος ή μετά τη Βουλή όπου είχε διάφορες υποθέσεις κανείς δεν μιλούσε για τα σημάδια στο πρόσωπο. Αντίθετα όλοι αισθάνονταν ένα κάποιο σεβασμό. Ακόμη και όταν ήταν αντιληπτό ότι η πατρίδα εξοφλούσε τα χρέη της με το παραπάνω καθώς συμβαλλόταν με διάφορους διεθνείς εταίρους από τους οποίους ο ήρωας όλο και λάμβανε το κατιτίς του.

Εκείνη ήταν νεαρή σύμβουλος υπουργού. Προοδευτική όπως απαιτούσαν οι εποχές. Με εύσημα αριστεράς. Οι άνδρες που γνώριζε ήταν όλοι τους λιγάκι γιάπηδες και άχρωμοι. Ο ήρωας τη συγκίνησε. Και ας της έριχνε κοντά 20 χρόνια. Όμορφο κορίτσι.
Όταν ήταν φοιτήτρια διάβαζε και δεν είχε καιρό για μεγάλους έρωτες. Η κολλητή της τα είχε με έναν Παλαιστίνιο πελάτη του πατέρα της μεγαλοποινικολόγου της εποχής. Τη ζήλευε θανάσιμα. Ένα Πάσχα που ο Παλαιστίνιος τη συνόδευε, μόλις ο μπαμπάς τον είχε αποφυλακίσει πήγε να τρελαθεί. Ήταν ένα μηδενικό. Ένα μεγάλο μηδενικό. Βιβλία, εφημερίδες τηλεοπτικά σήριαλ, όλα συνηγορούσαν στο ότι ο έρωτας του ήρωα είναι άλλο πράγμα.

Όταν ο ξάδελφος του θείου της έγινε υπουργός (τάλεγε ο Κατσιφάρας ... ότι μέχρι τον Ανδρέα δεν μας ήξερα ούτε ο θυρωρός της πολυκατοικίας μας) την προσέλαβε ως Σύμβουλο. Βέβαια δεν έκανε σχεδόν τίποτε. Ένα μισθό για λίγο καιρό να βγει η υποχρέωση. Φοβόταν μάλιστα ότι μετά τις εκλογές θα έπρεπε να γυρίσει πίσω στη Λάρισα και ήταν όλο άγχος. Τα κεράσματα του ήρωα ήταν εντυπωσιακά. Την πήγαινε παντού. Και παντού του άνοιγαν τις πόρτες.
Η ζωή της άλλαξε με τον ήρωα. Όταν εμφανίσθηκαν αγκαζέ στο Πάρκο λίγο από το αίμα του ΕΑΤ ΕΣΑ έσταζε στο μάγουλό της. Περήφανη που μοιραζόταν αυτή την τιμή δεν σκέφθηκε ότι ο ήρωας ήταν και παντρεμένος και δασκαλεμένος από τους συντρόφους του για τα μπλεξίματα που φτουράνε. Απέκτησε υπόσταση. Και τα έδωσε όλα. Ο ήρωας είχε πια άλλη μια οπαδό. Μια ακόλουθο που στόλιζε το δύσμορφο σώμα και το άσχημο πρόσωπό του με τα νιάτα της και τις ελπίδες της. Με αφοσίωση σχεδόν θρησκευτική. Της πρόσφερε στο τέλος την κρεμ μπρυλέ με καφέ εσπρέσσο και εκείνη ριγούσε.
Γιατί ο ήρωας είχε πολλές πολλές γυναίκες γύρω του. Αυλή που τιμούσε την άσχημη εικόνα του και μοιραζόταν τα πληκτικά βράδια των αναπολήσεών του στο Πάρκο δίπλα στο χώρο του μαρτυρίου. Πάντα με το λογαριασμό πληρωμένο.

Ο έρωτας την εποχή εκείνη είχε το στίγμα του αρχηγού. Πολύ ελεύθερος. Πολύ συμβιβασμένος. Πολύ υποταγμένος στην εξουσία του λαού.

Σύντομα έμελε να αντιληφθεί, λόγω και της θέσης της στο Υπουργείο, ότι ο ήρωας δεν είχε φάει ούτε χαστουκάκι από τη Χούντα. Μια πολιτική μάσκα ήταν ο ηρωισμός του που του τη φόρεσε το κόμμα για ομορφιά. Για δικαιολογία. Για ότι θέλεις άλλο εκτός από ιστορική αναφορά.
Ταυτόχρονα της αποκαλύφθηκε ότι η χώρα ήταν γεμάτη δήθεν ήρωες ομοίους του. Εν αγνοία των ξυλοκοπηθέντων. Παραδόξως δεν απογοητεύθηκε όσο φοβόταν. Σχεδόν ηρέμησε αφού έστω και έτσι δικαιολογήθηκε στην ψυχή της ο λόγος που το σεξ ήταν τόσο μα τόσο άνοστο και συνηθισμένο.
Οι ήρωες δεν θα έπρεπε να το κάνουν αλλιώς? Τόσες και τόσες ήταν ερωτευμένες με τον Τσε. Κάτι διαφορετικό θα υπήρχε. Ο δικός της ήρωας ήταν μάλλον μαϊμού. Τον άφησε και αναζήτησε καλύτερον ήρωα. Αν δεν ήταν πρίγκηπας ας ήταν τουλάχιστον ήρωας. Ο ήρωάς της.

Εκείνος στην αρχή δε νοιάστηκε. Είπαμε. Ο έρωτας στην εποχή τους είχε την πατίνα του αρχηγού. Όμως κάποια στιγμή ο αρχηγός απεβίωσε πλήρης ημερών. Το κόμμα μεταμορφώθηκε και εκείνος ήταν ανεπιθύμητος στη νέα τάξη πραγμάτων.

Την αναζήτησε. Τον απέφυγε.
Επέμεινε. Να που τα κινητά είχαν πλέον αποκτήσει νόημα και σκοπό και για κείνον που τόσο κατηγόρησε την κυβέρνηση Μητσοτάκη που τα έφερε. Στην αρχή ήταν όλο θράσος και άνεση. «Θα πέσει» σκεφτόταν. «Θα γυρίσει και θα με λατρέψει όπως παλιά. Θα ξαναγίνω ήρωας».

Δεν άντεξε. Τον αποκάλεσε πουλημένο, ασχημομούρη. Τον έδιωξε με τα πιο βάναυσα λόγια.

Εκείνος χωρίς μάσκα υποκρίθηκε το θιγμένο. «Μουνόπανο» σκέφθηκε.
Προφανώς δεν αυτοκτόνησε. Το βράδυ που τρώγανε στο Πάρκο με τους συντρόφους του σκεφτόταν πως έπρεπε να είχε δώσει και αυτό το κτίσμα του Λαμπράκη να το εντάξει στο Μέγαρο. Τι το άφησε εκεί το ΕΑΤ ΕΣΑ?
Τι τη χρειάζεται κανείς τη μνήμη χωρίς ήρωες?
Ηταν ένας ακόμη ψεύτης, άσχημος, ένας συνηθισμένος πελάτης του εστιατορίου, που σιγά σιγά θα έπρεπε να αρχίσει να πληρώνει και το λογαριασμό.

Κυριακή, Οκτωβρίου 01, 2006

Κοτόπουλο με πατάτες στο φούρνο



Το κυριακάτικο τραπέζι τη δεκαετία του 70 είχε συχνά κοτόπουλο με πατάτες στο φούρνο. Η γενιά εκείνη έκανε στις πόλεις ένα δυό παιδιά οπότε έφθανε μια κότα που αγόραζε κανείς από το χασάπη της γειτονιάς. Πήγαινε το κοτόπουλο στο φούρνο σε ένα ταψί που τύλιγαν με εφημερίδα τα χερούλια για να μην καεί- λερωθεί- λερώσει. Την περίμενε ο φούρναρης και σημείωνε με μαύρο μαρκαδόρο το όνομα της οικογένειας: Παπαγεωργίου. Της χαμογελούσε με νόημα. Του στρατηγού. Εκείνη έφευγε για να γυρίσει αργότερα να παραλάβει το έδεσμα έτοιμο. Μέσα σε άφθονο λάδι και ρίγανη με λίγη φέτα στην κοιλιά της κότας και μπόλικη μουστάρδα. Προχωρημένη συνταγή που η μητέρα άκουσε στην καινούργια τηλεόραση στην εκπομπή της Έλλης Ευαγγελίου «Για σας κυρία μου».

Πολλά χρόνια μετά όταν γύρισε από το Λονδίνο κοίταξε τα μαύρα γράμματα στην αγγελία θανάτου του στρατηγού Παπαγεωργίου δίπλα στο φούρνο. Είχε πια γίνει Βενέτης. Και εκείνη είχε χωρίσει με το Φρανκ και ο σκύλος της ήταν ιδιαίτερα δυσάρεστος στη χήρα του στρατηγού. Ο καημένος της ο Φρέντι...
Τα μαύρα γράμματα σε κείνο το ντουβάρι της έκαψαν την καρδιά. Δεν ήξερα πια που να πάει. Ανέστια!

Μετά την κηδεία έπιασαν την κουβέντα. Θα έφευγε για το Λονδίνο ξανά? Θα έμενε λίγο καιρό στην Αθήνα? Σε κανέναν δεν είχε αποκαλύψει ότι το διαμέρισμα ήταν έτοιμο στο Μεταξουργείο, ένα πολύ νόστιμο λοφτ, ότι ο σκύλος με τον Αλέξανδρο έμεναν ήδη εκεί και ότι εκείνη θα ερχόταν μόλις τα κατάφερνε να πάρει απόσπαση στη Citybank στην Αθήνα.

Η χήρα του στρατηγού ξεκίνησε τα lexotanil για να ηρεμεί. Δεν καταλάβαινε πια αυτό τον κόσμο. Από τις φίλες της μια δυό είχαν εγγόνια και οι άλλες κάτι τρελλόπαιδα που γύρναγαν εδώ και εκεί και έτρωγαν σούσι. Και ας τα έστειλαν στα πιο καλά σχολεία. Και ας τα σπούδασαν. Και ας μη τους στέρησαν τίποτε. Ο θάνατος την περίμενε στη γωνία και η μπιρίμπα δεν ήταν σύμμαχος επαρκής. Ούτε φυσικά ο Χατζηνικολάου που γύριζε από κανάλι σε κανάλι και της έσπαγε τα νεύρα. Ασε πιά αυτός ο Ευαγγελάτος.
Πλησίαζε και Κυριακή και αναρωτιόταν αν θα φώναζε την αχαϊρευτη να φάνε, τώρα που όπως φαίνεται (αν και δεν της έλεγε τίποτε) γύρισε από το Λονδίνο. Και τι να τρώγανε? Σούσι? Επικύνδινη αποστολή έμοιαζε τούτο.

Της τηλεφώνησε να τη ρωτήσει αν θα φύγει και αυτό το σαββατοκύριακο, στα νησιά όπως έλεγε. Δεν άντεχε άλλη μοναξιά. Κόντευε χρόνος μετά που χήρεψε και δεν ήξερε πώς να σερβίρει τον εαυτό της. Δεν είχε πια ιδέα.

· Άντε βρε παιδί μου επιτέλους. Αφού θα είσαι εδώ έρχεσαι να φάμε? Μόνο πες μου τι θές.
· Έξω? Έ όχι και έξω. Μια φορά θα έρθεις στο σπίτι σου και να φάμε έξω, δεν συμφωνώ.

Να της έλεγε για τον Αλέξανδρο? Δεν έμοιαζε καλή ιδέα. Δε βαριέσαι όμως. Της το είπε.

· Φίλος σου? Άλλο και τούτο! Και γιατί δεν είπες τίποτε? Δεν αντέχεις άλλο τη γκρίνια? Ε προφανώς με τις τρέλλες σου τι να κάνω και εγώ! Τέλος πάντων και τι τρώει ο φίλος σου?
· Τι? 15 χρόνια μικρότερός σου?

…………….
Το κυριακάτικο τραπέζι μετά το 2000 σπάνια γίνεται στο σπίτι. Ποιόν να βρεις και τι να φας, μεγάλο το πρόβλημα. Άλλος εδώ άλλος εκεί. Οι περισσότεροι γονείς ή συναντούν το παιδί που πέρασε την εβδομάδα με τον άλλο, ή κοιτάνε να κοιμηθούν που το παιδί είναι στον άλλο και να ξεκουρασθούν λιγάκι. Και τι να φας κυριακάτικο. Πάλι μακαρόνι?
Ο Αλέξανδρος όμως μεγάλωσε αργότερα από εκείνη. Στην εποχή του δεν υπήρχε πια κοτόπουλο με πατάτες τις Κυριακές. Έτρωγαν έξω και όταν οι γονείς του πήγαν ο ένας στο Λονδίνο και η άλλη στη Σύρο εκείνος έτρωγε μόνος του, συνήθως κάτι πρόχειρο. Θάθελε πολύ να δοκιμάσει ένα κοτόπουλο με πατάτες, όπως εκείνη το διηγείτο όταν του μιλούσε για την παιδική της ηλικία. Ηθελε να μυηθεί στο δικό της παράδεισο έλεγε.
Η χήρα του στρατηγού μαγκώθηκε. Και καλά κοτόπουλο, καλά πατάτες, καλά φέτα και μουστάρδα. Στο φούρνο όμως ποιος θα το πήγαινε?
Αισθάνθηκε πιο μόνη από ποτέ. Ούτε άντρα, ούτε παιδί, μόνο εκείνη να περιμένει να πεθάνει. Ο χάρος θα το πήγαινε στο φούρνο?
Την έπιασε το ψυχοπόνιο όμως για το παλλικαράκι που θα γνώριζε. Είπε να δοκιμάσει. Έψαξε και βρήκε και το ταψί. Ο Βενέτης όμως δεν έψηνε φαγητό. Δεν υπήρχε πια κυριακάτικο φαγητό να ψήσει. Έτσι της είπε.
Θα δοκίμαζε στο φούρνο της κουζίνας.

Όταν σερβίρισε στο τραπέζι (τελικά δεν ήταν κακό παιδί ο Αλέξανδρος) είδε την κόρη της να κλαίει με μαύρο δάκρυ. Και καλά παιδάκι μου. Γιατί? Αφού στα έκανα όλα όπως τα ήθελες. Και Αλέξανδρος και κοτόπουλο με πατάτες και το βρωμόσκυλο σου έφερες να φάει τις πέτσες είπες μόνον και όχι τα κόκκαλα. Γιατί να κλαις?
Ο Φρέντυ ανησύχησε και κούνησε την ουρά με νεύρο. Ο Αλέξανδρος όλο αμηχανία έβλεπε τον παράδεισο των seventees να καταρέει.
Κάθε προσπάθεια συμβιβασμού θα αποτύγχανε πλέον δηλαδή?
Και όμως παιδί μου το κοτόπουλο έγινε καλούτσικο και στην κουζίνα λοιπόν... είπε δήθεν αδιάφορα. Ηταν ακριβώς ή ίδια συνταγή. Και ήταν τρείς όπως και τότε στο τραπέζι.
Δεν ήταν όμως ίδιο το κοτόπουλο αυτό. Δεν είχε τα μαύρα γράμματα επάνω. Που έγραφε με μαρκαδόρο στο ταψί...
Παπαγεωργίου
Αυτό έκανε το κοτόπουλο με τις πατάτες αξέχαστο. Το όνομα της οικογένειας. Παπαγεωργίου. Και ήταν μια λέξη για όλους. Αυτή που διάβαζε όταν με τα χεράκια της παιδάκι έφερνε το ταψί από το φούρνο.
Παπαγεωργίου ...

Στο ταψί και όχι στο ντουβάρι.