Όλοι πίστευαν ότι το δύσμορφο πρόσωπό του ήταν από τα βασανιστήρια. Έτσι τουλάχιστον μπορούσαν να φανταστούν όταν τους καλούσε σε τραπέζι στο Πάρκο Ελευθερίας οπότε άρχιζε κάποια στιγμή με νόημα να υπενθυμίζει στην ομήγυρη ότι εδώ δίπλα ήταν οι χώροι βασανιστηρίων της χούντας…
Τόνιζε ότι φυλακίσθηκε.
Σημείωνε τα των δύσκολων ημερών σε κάθε ευκαιρία. Ιδίως εν μέσω διαπραγματεύσεων. Ήταν πια σημαντικό κυβερνητικό στέλεχος και ο ηρωισμός του είχε ανταμειφθεί.
Λογαριασμό δεν πλήρωνε ποτέ. Στο τέλος του γεύματος ερχόταν ο μαιτρ και τον ευχαριστούσε για την τιμή που έκανε στο μαγαζί με ελαφριά υπόκλιση.
Έτσι κάθε φορά που έτρωγαν στο Πάρκο, μετά το Μέγαρο όπου ήταν πάντα προσκεκλημένος ή μετά τη Βουλή όπου είχε διάφορες υποθέσεις κανείς δεν μιλούσε για τα σημάδια στο πρόσωπο. Αντίθετα όλοι αισθάνονταν ένα κάποιο σεβασμό. Ακόμη και όταν ήταν αντιληπτό ότι η πατρίδα εξοφλούσε τα χρέη της με το παραπάνω καθώς συμβαλλόταν με διάφορους διεθνείς εταίρους από τους οποίους ο ήρωας όλο και λάμβανε το κατιτίς του.
Εκείνη ήταν νεαρή σύμβουλος υπουργού. Προοδευτική όπως απαιτούσαν οι εποχές. Με εύσημα αριστεράς. Οι άνδρες που γνώριζε ήταν όλοι τους λιγάκι γιάπηδες και άχρωμοι. Ο ήρωας τη συγκίνησε. Και ας της έριχνε κοντά 20 χρόνια. Όμορφο κορίτσι.
Όταν ήταν φοιτήτρια διάβαζε και δεν είχε καιρό για μεγάλους έρωτες. Η κολλητή της τα είχε με έναν Παλαιστίνιο πελάτη του πατέρα της μεγαλοποινικολόγου της εποχής. Τη ζήλευε θανάσιμα. Ένα Πάσχα που ο Παλαιστίνιος τη συνόδευε, μόλις ο μπαμπάς τον είχε αποφυλακίσει πήγε να τρελαθεί. Ήταν ένα μηδενικό. Ένα μεγάλο μηδενικό. Βιβλία, εφημερίδες τηλεοπτικά σήριαλ, όλα συνηγορούσαν στο ότι ο έρωτας του ήρωα είναι άλλο πράγμα.
Όταν ο ξάδελφος του θείου της έγινε υπουργός (τάλεγε ο Κατσιφάρας ... ότι μέχρι τον Ανδρέα δεν μας ήξερα ούτε ο θυρωρός της πολυκατοικίας μας) την προσέλαβε ως Σύμβουλο. Βέβαια δεν έκανε σχεδόν τίποτε. Ένα μισθό για λίγο καιρό να βγει η υποχρέωση. Φοβόταν μάλιστα ότι μετά τις εκλογές θα έπρεπε να γυρίσει πίσω στη Λάρισα και ήταν όλο άγχος. Τα κεράσματα του ήρωα ήταν εντυπωσιακά. Την πήγαινε παντού. Και παντού του άνοιγαν τις πόρτες.
Η ζωή της άλλαξε με τον ήρωα. Όταν εμφανίσθηκαν αγκαζέ στο Πάρκο λίγο από το αίμα του ΕΑΤ ΕΣΑ έσταζε στο μάγουλό της. Περήφανη που μοιραζόταν αυτή την τιμή δεν σκέφθηκε ότι ο ήρωας ήταν και παντρεμένος και δασκαλεμένος από τους συντρόφους του για τα μπλεξίματα που φτουράνε. Απέκτησε υπόσταση. Και τα έδωσε όλα. Ο ήρωας είχε πια άλλη μια οπαδό. Μια ακόλουθο που στόλιζε το δύσμορφο σώμα και το άσχημο πρόσωπό του με τα νιάτα της και τις ελπίδες της. Με αφοσίωση σχεδόν θρησκευτική. Της πρόσφερε στο τέλος την κρεμ μπρυλέ με καφέ εσπρέσσο και εκείνη ριγούσε.
Γιατί ο ήρωας είχε πολλές πολλές γυναίκες γύρω του. Αυλή που τιμούσε την άσχημη εικόνα του και μοιραζόταν τα πληκτικά βράδια των αναπολήσεών του στο Πάρκο δίπλα στο χώρο του μαρτυρίου. Πάντα με το λογαριασμό πληρωμένο.
Ο έρωτας την εποχή εκείνη είχε το στίγμα του αρχηγού. Πολύ ελεύθερος. Πολύ συμβιβασμένος. Πολύ υποταγμένος στην εξουσία του λαού.
Σύντομα έμελε να αντιληφθεί, λόγω και της θέσης της στο Υπουργείο, ότι ο ήρωας δεν είχε φάει ούτε χαστουκάκι από τη Χούντα. Μια πολιτική μάσκα ήταν ο ηρωισμός του που του τη φόρεσε το κόμμα για ομορφιά. Για δικαιολογία. Για ότι θέλεις άλλο εκτός από ιστορική αναφορά.
Ταυτόχρονα της αποκαλύφθηκε ότι η χώρα ήταν γεμάτη δήθεν ήρωες ομοίους του. Εν αγνοία των ξυλοκοπηθέντων. Παραδόξως δεν απογοητεύθηκε όσο φοβόταν. Σχεδόν ηρέμησε αφού έστω και έτσι δικαιολογήθηκε στην ψυχή της ο λόγος που το σεξ ήταν τόσο μα τόσο άνοστο και συνηθισμένο.
Οι ήρωες δεν θα έπρεπε να το κάνουν αλλιώς? Τόσες και τόσες ήταν ερωτευμένες με τον Τσε. Κάτι διαφορετικό θα υπήρχε. Ο δικός της ήρωας ήταν μάλλον μαϊμού. Τον άφησε και αναζήτησε καλύτερον ήρωα. Αν δεν ήταν πρίγκηπας ας ήταν τουλάχιστον ήρωας. Ο ήρωάς της.
Εκείνος στην αρχή δε νοιάστηκε. Είπαμε. Ο έρωτας στην εποχή τους είχε την πατίνα του αρχηγού. Όμως κάποια στιγμή ο αρχηγός απεβίωσε πλήρης ημερών. Το κόμμα μεταμορφώθηκε και εκείνος ήταν ανεπιθύμητος στη νέα τάξη πραγμάτων.
Την αναζήτησε. Τον απέφυγε.
Επέμεινε. Να που τα κινητά είχαν πλέον αποκτήσει νόημα και σκοπό και για κείνον που τόσο κατηγόρησε την κυβέρνηση Μητσοτάκη που τα έφερε. Στην αρχή ήταν όλο θράσος και άνεση. «Θα πέσει» σκεφτόταν. «Θα γυρίσει και θα με λατρέψει όπως παλιά. Θα ξαναγίνω ήρωας».
Δεν άντεξε. Τον αποκάλεσε πουλημένο, ασχημομούρη. Τον έδιωξε με τα πιο βάναυσα λόγια.
Εκείνος χωρίς μάσκα υποκρίθηκε το θιγμένο. «Μουνόπανο» σκέφθηκε.
Προφανώς δεν αυτοκτόνησε. Το βράδυ που τρώγανε στο Πάρκο με τους συντρόφους του σκεφτόταν πως έπρεπε να είχε δώσει και αυτό το κτίσμα του Λαμπράκη να το εντάξει στο Μέγαρο. Τι το άφησε εκεί το ΕΑΤ ΕΣΑ?
Τι τη χρειάζεται κανείς τη μνήμη χωρίς ήρωες?
Ηταν ένας ακόμη ψεύτης, άσχημος, ένας συνηθισμένος πελάτης του εστιατορίου, που σιγά σιγά θα έπρεπε να αρχίσει να πληρώνει και το λογαριασμό.